- δυσνοστος
- δύσνοστοςδύσ-νοστος2(о возвращении) несчастливый, роковой
(νόστος Eur. - v. l. δύστηνος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(νόστος Eur. - v. l. δύστηνος)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δύσνοστος — δύσνοστος, ο (Α) 1. δύσκολη, θλιβερή επιστροφή 2. αυτός (ο τόπος απ όπου δεν μπορεί να επιστρέψει κανείς … Dictionary of Greek
δύσνοστον — δύσνοστος that is no return masc/fem acc sg δύσνοστος that is no return neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόστος — ο (Α νόστος) επιστροφή ξενιτεμένου στην πατρίδα, παλινόστηση («Ὀδυσσεὺς ὤλεσε τηλοῡ νόστον Ἀχαιΐδος», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (γενικά) επάνοδος 2. ταξίδι, πλους 3. (για σιτάρι) σοδειά, συγκομιδή 4. (για φαγητό) νοστιμιά 5. (το αρσ. ως κύριο όν.) Νόστοι… … Dictionary of Greek